Με την αστικοποίηση να εντείνεται και τον παγκόσμιο πληθυσμό έως το 2050 να αυξάνεται στα 9,8 δισεκατομμύρια ανθρώπων σε σχέση με τα 7 δισεκατομμύρια το 2010, το αγροτοδιατροφικό ζήτημα μπαίνει ψηλά στην ατζέντα του ΟΗΕ. Αυτό δείχνει η τελευταία μεγάλη μελέτη με τον γενικό τίτλο “Δημιουργώντας ένα βιώσιμο διατροφικό μέλλον”, που συντάχθηκε με την συνεργασία ερευνητών της Παγκόσμιας Τράπεζας και των τμημάτων του ΟΗΕ για το περιβάλλον και την ανάπτυξη. Ο βασικός προβληματισμός εστιάζει στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, που φαίνεται να μειώνει την καλλιεργήσιμη γη, την ώρα που οι ανάγκες σίτισης του παγκόσμιου πληθυσμού αυξάνουν, αλλά οι τιμές των τροφίμων σκαρφαλώνουν στα ύψη.
Αυξημένη η ζήτηση σε τροφή κατά 50%
Οι μελετητές υπολογίζουν ότι με βάση τα σημερινά δεδομένα, η αύξηση του πληθυσμού έως το 2050 στα 9,8 δισεκατομμύρια θα προκαλέσει μεσοσταθμική αύξηση της ζήτησης σε τροφή άνω του 50%, ενώ ζήτηση για κρέας αναμένεται να ξεπεράσει το 70%. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η αύξηση της ζήτησης σε τροφή αναμένεται να συνδυαστεί με την βελτίωση του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος, παρότι σήμερα 820 εκατομμύρια άνθρωποι μαστίζονται από την πείνα ή τον υποσιτισμό. Εκτιμάται ότι μέχρι το 2030 περί τα 3 δισεκατομμύρια ανθρώπων θα προαχθούν στην μεσαία τάξη, πράγμα που θα δημιουργήσει αυξημένες ανάγκες σε κρέας, λαχανικά και έλαια από λαχανικά. Για την ικανοποίησή τους απαιτούνται ενισχυμένες αποδόσεις τόσο για εν γένει σοδειές, όσο και του κρέατος. “Θα πρόκειται για τους μεγαλύτερους ρυθμούς απόδοσης, σε σχέση με αυτούς που έχουν καταγραφεί τα τελευταία 50 χρόνια, εάν λάβουμε ως έτος αναφοράς το 2010”, επισημαίνουν οι μελετητές.
Βέβαια, αυτή η εξέλιξη δεν φαίνεται να βελτιώνει την οικονομική κατάσταση όσων ζουν στον αγροτικό τομέα. Σήμερα, το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού μένει σε αγροτικές περιοχές και η επιβίωσή του εξαρτάται αποκλειστικά από την αγροτική παραγωγή. Παρότι αυτός ο πληθυσμός θα μπορούσε να έχει εξασφαλισμένη μια ικανοποιητική διαβίωση, αυτό δεν συμβαίνει. Έτσι, εντείνεται το κύμα αστυφιλίας με τους ανθρώπους να αναζητούν στις νεοσύστατες βιομηχανίες ένα καλύτερο μέλλον. Με τα σημερινά δεδομένα, σε απόλυτους αριθμούς ο αγροτικός τομέας αγγίζει μόλις το 3,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ και αφορά κυρίως το 30% των χωρών με χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα. Επί της ουσίας, ο αγροτικός τομέας δίνει απασχόληση για περιορισμένες περιόδους μέσα στον χρόνο σε 2 δισεκατομμύρια πληθυσμό. Οι γυναίκες αντιστοιχούν στο 43% αυτού του εργατικού δυναμικού κυρίως σε περιοχές όπως η Άπω Ανατολή, η Νοτιοανατολική Ασία και την υποσαχάρια Αφρική.
Αναγκαία η στροφή στην χορτοφαγία
Με ορίζοντα το 2050, η έκθεση δείχνει ότι για να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες θα απαιτηθεί αύξηση της σοδειάς με μέτρο σύγκρισης τις θερμίδες κατά 56% σε σχέση με το 2010 (στις 20,500 τρισεκατομμύρια kcal από 13.100 τρισεκατομμύρια kcal) και αντίστοιχα κατά 88% η παραγωγή κρέατος από μηρυκαστικά ζώα (βοοειδή και αιγοπρόβατα). Γιαυτό θα απαιτηθεί επιπλέον έκταση 593 εκατομμυρίων εκταρίων, δηλαδή μια γόνιμη επιφάνεια γης δυο φορές το μέγεθος της Ινδίας.
Λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής που απαιτείται για τα μηρυκαστικά ζώα, οι μελετητές πιστεύουν ότι είναι αναγκαία η στροφή σε μια πιο χορτοφαγική διατροφή υποκαθιστώντας το κρέας και το γάλα με αραβόσιτο, σόγια και σιτηρά συμπεριλαμβανομένων φρούτων, λαχανικών και οσπρίων. Βέβαια, αυτός ο διατροφικός συνδυασμός απαιτεί περισσότερη καλλιεργήσιμη γη, περισσότερο λίπασμα και περισσότερο νερό για άρδευση.
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι η τελική τιμή των τροφίμων θα γίνει προσιτή για όλους τους ανθρώπους, που θα ζουν στον πλανήτη το 2050. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τα σημερινά δεδομένα, παγκοσμίως οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν στα όρια της φτώχειας δαπανούν πάνω από το 50% του εισοδήματος τους για την σίτισή τους. Στην Νότια Ασία και στην υποσαχάρια Αφρική το κόστος της τροφής κυμαίνεται από το 40 έως το 70% του οικογενειακού εισοδήματος. Ενώ σε πολλές φτωχές αγροτικές περιοχές η πλειονότητα του πληθυσμού δαπανά αποκλειστικά το εισόδημά του για την τροφή του.
Ραγδαία αύξηση της τιμής των τροφίμων
Οι τιμές των τροφίμων συνιστούν μια σημαντική μεταβλητή, που επηρεάζει όχι μόνον όσους διαβιούν σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας, αλλά έχει να κάνει με όλο το εύρος της φτώχειας. Από το 1962 έως το 2006 το ποσοστό της φτώχειας μειώθηκε και αντίστοιχα οι τιμές των τροφίμων μειώνονταν κατά 4% κατ’ έτος. Αυτή η σταθερή τάση δημιούργησε έναν γενικό εφησυχασμό αναφορικά με την διατροφική κρίση, μέχρι που διακόπηκε. Έτσι, την περίοδο 2007 – 2008, 2010 – 2012 σε παγκόσμιο επίπεδο οι τιμές των τροφίμων άρχισαν να αυξάνονται ραγδαία. Ειδικά το 2008, οι τιμές των δημητριακών διπλασιάστηκαν μέσα σε λίγους μήνες.
Έκτοτε, οι εκτιμήσεις για τις τιμές των τροφίμων κατέστησαν εξόχως αβέβαιες, παρά τα διάφορα μοντέλα που χρησιμοποιούν οι εταιρείες με προβολή το 2050, γιατί ποικίλουν οι παράγοντες που επηρεάζουν την αγροτική παραγωγή. Σε αυτή την αρνητική εξέλιξη σημαντικό ρόλο παίζει και η εντεινόμενη τάση μετακίνησης του αγροτικού πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα, που επηρεάζει ευθέως την αγροτική παραγωγή, παρά την βελτίωση της παραγωγικότητας του τομέα που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια.
Κομβικός παράγοντας για την αύξηση της τιμής των τροφίμων είναι η κλιματική αλλαγή. Γενικά, οι μελέτες δείχνουν ότι η κλιματική αλλαγή θα οδηγήσει στην αύξηση των τιμών έως το 2050 από 3 έως 84% ανάλογα την περιοχή. Αυτό το εύρος σχετίζεται με τα διάφορα μοντέλα, που χρησιμοποιούν οι ερευνητές. Σε αυτό που συμφωνούν είναι ότι για παράδειγμα μεγάλη θα είναι η επιδείνωση στην υποσαχάρια Αφρική. Εκεί εκτιμάται ότι έως το 2100 θα μειωθεί κατά 20% η καλλιεργητική περίοδος, οι τιμές των τροφίμων θα αυξηθούν. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον έως το 2050 στην υποσαχάρια Αφρική ο αριθμός των υποσιτιζόμενων παιδιών έως την ηλικία των 5 ετών θα αυξηθεί τουλάχιστον κατά 20%.
Δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Η ΑΥΓΗ”
Discussion about this post