Διάσταση παγκόσμιας κρίσης παίρνει η αδυναμία μεγάλης μερίδας πολιτών να συντηρήσουν το σπίτι τους, με την κατοίκηση σε φτωχογειτονιές να έχει αυξητική τάση, αφού εκτιμάται ότι μέχρι το τέλος του 2018 ο πληθυσμός που ζει στις φτωχογειτονιές θα φτάσει το ένα δισεκατομμύριο. Το ζήτημα αυτό απασχόλησε το τελευταίο φόρουμ του ΟΗΕ σε επίπεδο κορυφής, θέτοντας έντονα τον προβληματισμό για την επίτευξη του στόχου 11 για τη βιώσιμη ανάπτυξη με ορίζοντα το 2030 ως προς την ποιότητα των πόλεων του μέλλοντος.
Σύμφωνα με το κοινό κείμενο των συναρμόδιων σωμάτων του ΟΗΕ, έως το 2030 τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι θα χρειαστούν στέγη, ως αποτέλεσμα των γρήγορων ρυθμών αστικοποίησης, που θα συνδυαστεί με την επέκταση των πόλεων, αλλά και των φτωχογειτονιών. Σε αυτό το πλαίσιο, ο στόχος 11 για τη βιώσιμη ανάπτυξη έρχεται να απαντήσει όχι μόνο στις ανάγκες στέγασης αλλά και στις ανάγκες επαρκούς ως προς τις συνθήκες διαβίωσης στέγασης γιατί στις μέρες μας 883 εκατομμύρια άνθρωποι μένουν σε φτωχογειτονιές και αδυνατούν να έχουν πρόσβαση στα βασικά αγαθά για την υγιεινή τους και την υγιή διαβίωση εν γένει. Εκτιμάται ότι μέχρι το κλείσιμο του 2018 οι άνθρωποι που ζουν σε φτωχογειτονιές μπορεί να φτάσουν το ένα δισεκατομμύριο. Εξάλλου, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του UN-Habitat, μεταξύ του 2000 και του 2014 η αναλογία του αστικού πληθυσμού που ζει σε φτωχογειτονιές από το 23% σκαρφάλωσε στο 28%.
Ακριβά ενοίκια
Έτσι, η αδυναμία μεγάλης μερίδας πολιτών να συντηρήσουν το σπίτι τους, οπότε και αναγκάζονται να ζουν σε φτωχογειτονιές, έχει πάρει διάσταση παγκόσμιας κρίσης. Κομβικό ρόλο σε αυτή την αρνητική εξέλιξη παίζει το γεγονός ότι τα τελευταία 50 χρόνια στις χώρες με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα τα ενοίκια έχουν αυξηθεί τρεις φορές σε σχέση με τις τιμές των βασικών υπηρεσιών. Στην Αφρική, οι κάτοικοι των αστικών κέντρων πληρώνουν κατ’ αναλογίαν 55% περισσότερα σε σχέση με τις άλλες περιοχές του κόσμου. Στην Ευρώπη, η οικονομική κατάσταση των πολιτών μπορεί να είναι πολύ καλύτερη, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο σε χώρες όπως η Μάλτα και η Ελλάδα, όπου πολλοί πολίτες αδυνατούν να ανταποκριθούν στα έξοδα ενός ενοικιασμένου σπιτιού.
Παράλληλα, η επέκταση των πόλεων λόγω της αύξησης του πληθυσμού αποτελεί πλέον διαχρονική πρόκληση. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΟΗΕ για την εξέλιξη του παγκόσμιου πληθυσμού, αυτή φαίνεται να έχει αυξητική τάση. Το 2018, το 55% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε αστικές περιοχές. Η μεταβολή είναι μεγάλη εάν υπολογίσει κανείς ότι το 1950 μόλις το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε αστικές περιοχές, ενώ το 2050 υπολογίζεται ότι το 68% του παγκόσμιου πληθυσμού θα ζει σε αυτές. Με τα σημερινά δεδομένα, οι πολυπληθέστερες αστικοποιημένες περιοχές βρίσκονται στη Βόρεια Αμερική (82%), στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (82%), στην Ευρώπη (74%) και στην Ωκεανία (68%). Ο βαθμός αστικοποίησης στην Ασία προσεγγίζει το 50%, ενώ στην Αφρική αγγίζει το 43%.
“Ανθρώπινες” πόλεις
Τα τελευταία 20 χρόνια, οι πόλεις μεσοσταθμικά έχουν μεγαλώσει 1,5 φορά ως προς τον πληθυσμό. Έχει παρατηρηθεί ότι οι πόλεις που επιτυγχάνουν καλύτερη διαχείριση της γης δημιουργούν καλύτερες προϋποθέσεις για την παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών σε χαμηλότερο κόστος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την κατανάλωση λιγότερης ενέργειας, την καλύτερη διαχείριση των υδάτων και τη μεγιστοποίηση των ωφελημάτων σωρευτικά.
Βέβαια, ενδιαφέρον έχει να δούμε την αναλογία δομημένης και μη έκτασης. Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη του “Joint Research Center” της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2015 τα 7,3 δισεκατομμύρια του πληθυσμού ζούσαν και εργάζονταν στο 7,6% της κατοικήσιμης γης, ενώ η δομημένη περιοχή παγκοσμίως από 1976 έχει αυξηθεί 2,5 φορές, από τα 300.000 στα 800.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Κατά την περίοδο 1976 – 2015, ο πληθυσμός έχει αυξηθεί 1,8 φορές, από τα 4 στα 7,3 δισεκατομμύρια πληθυσμού. Παρ’ ότι έχουν καταγραφεί διάφοροι ρυθμοί μεταβολής, αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ασία καταγράφεται η μεγαλύτερη μεταβολή στον πληθυσμό και του δομημένου χώρου. Ενώ στην Ευρώπη, παρ’ ότι ο ρυθμός μεταβολής του πληθυσμού είναι πολύ μεγαλύτερος, έχει καταγραφεί διπλασιασμός των δομημένων περιοχών.
Πράσινο στις πόλεις
Ζητούμενο, πάντως, για τη διαμόρφωση ενός αστικού περιβάλλοντος που θα είναι υγιές για τους κατοίκους του αποτελεί η ύπαρξη δημόσιων χώρων και χώρων πρασίνου. Τα στοιχεία του 2016 από 231 πόλεις για τη διαχείριση γης δείχνουν ότι το 59% των 95.406 τετραγωνικών χιλιομέτρων του δομημένου χώρου ήταν ανοιχτοί χώροι με δρόμους. Σε χώρες της υπο-σαχάριας Αφρικής οι ανοιχτοί χώροι αντιστοιχούν στο 43% του δομημένου. Βέβαια, η ατμοσφαιρική ρύπανση αποτελεί διαρκή κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, αφού είναι υπεύθυνη για 3,4 εκατομμύρια θανάτους σε ετήσια βάση.
Έχει μετρηθεί ότι το 97% των πόλεων παγκοσμίως με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων δεν ακολουθεί τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και από αυτές το 49% των πόλεων βρίσκεται στις ανεπτυγμένες χώρες. Οι μελέτες δείχνουν ότι, τα τελευταία χρόνια, τα επίπεδα έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση έχουν αυξηθεί σημαντικά σε περιοχές του κόσμου όπου η βιομηχανική δραστηριότητα είναι ενισχυμένη. Για παράδειγμα, ενώ σε χώρες της Ευρώπης, της Β. Αμερικής και της Ωκεανίας τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης κυμαίνονται από 5-10 μg/m3, σε χώρες όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία οι τιμές φτάνουν ή και ξεπερνούν τα 105 μg/m3.
Φυσικές καταστροφές
Πάντως, μαζί με τη βελτίωση της ποιότητας της ατμόσφαιρας, οι κυβερνήσεις και οι τοπικές αρχές καλούνται να αντιμετωπίσουν και μια άλλη πρόκληση. Αυτή των φυσικών καταστροφών. Έχει καταγραφεί ότι οι αστικές περιοχές, λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης πληθυσμού και των υποδομών, είναι συχνά πιο ευάλωτες σε σχέση με τις αγροτικές περιοχές. Γι’ αυτό, ζητούμενο είναι οι πόλεις να είναι δομημένες στη λογική της ανθεκτικότητας.
Τα πρόσφατα στοιχεία που προέκυψαν από έξι τύπους φυσικών καταστροφών σε συνδυασμό με γεωχωρικά και στατιστικά μοντέλα δείχνουν ότι η έκθεση του πληθυσμού και του δομημένου περιβάλλοντος σε φυσικούς κινδύνους έχει διπλασιαστεί τα τελευταία 20 χρόνια (1995-2015). Οι σεισμοί αποτελούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τους ανθρώπους, ενώ οι πλημμύρες μετατρέπονται στον πιο συχνό φυσικό κίνδυνο.
Για την περίοδο 2005-2015, περί το ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε 155 χώρες εκτέθηκαν σε κίνδυνο από τα φυσικά φαινόμενα. Στην Ασία καταγράφεται η μεγαλύτερη έκθεση του πληθυσμού σε κινδύνους συνδεδεμένους με τις πλημμύρες (76,9% επί του παγκόσμιου πληθυσμού). Ακολουθεί η Αφρική με 12,2% επί του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι τροπικοί τυφώνες απειλούν 89 χώρες και από 1 δισεκατομμύριο πληθυσμό που επλήγη το 1975, ο πληθυσμός που επλήγη το 2015 έφθασε στο 1,6 δισεκατομμύριο.
Δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Η ΑΥΓΗ”
Discussion about this post