Με την εκτίμηση ότι η υπερκατανάλωση έως το 2050 θα αυξήσει υπέρμετρα την παραγωγή απορριμμάτων, η Ε.Ε. κρούει τον κώδωνα του κινδύνου προκρίνοντας την αύξηση των ορίων ανακύκλωσης σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της κυκλικής οικονομίας.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας του 2018 για την διαχείριση απορριμμάτων με ορίζοντα τον 2050 η κατανάλωση αγαθών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθυσμού. Ως εκ τούτου, εκτιμάται ότι η παγκόσμια κατανάλωση υλικών όπως η βιομάζα, τα ορυκτά καύσιμα, τα μέταλλα και τα ανόργανα συστατικά αναμένεται να διπλασιαστεί τα επόμενα 40 έτη, ενώ η ετήσια παραγωγή αποβλήτων προβλέπεται να αυξηθεί κατά 70% έως το 2050.
Με αυτή την εκτίμηση, έντονος είναι ο προβληματισμός τόσο για τα επίπεδα των αποβλήτων, όσο και για την κατανάλωση άνθρακα, που απαιτείται για την παραγωγή των αγαθών μέρος των οποίων θα μετατραπούν σε απόβλητα. Το ζήτημα τέθηκε στην τελευταία συνεδρίαση του Ευρωκοινοβουλίου, όπου επισημάνθηκε η Ε.Ε. έχει θέσει ως στόχο το 2035 να οδηγούνται στην ανακύκλωση το 65% των αστικών αποβλήτων με μέγιστο ποσοστό υγειονομικής ταφής της τάξεως του 10 %.
«Η Ε.Ε. θα πρέπει να θέσει στόχους για την πρόληψη των αποβλήτων και να απομακρυνθεί από την υγειονομική ταφή αποβλήτων εφόσον υπάρχουν βιώσιμες εναλλακτικές τεχνολογίες για τη διαχείριση των αποβλήτων», επισημάνθηκε κατά τη συζήτηση στο ευρωκοινοβούλιο.
Ειδικά για την απόρριψη τροφίμων, που μεγάλο μέρος τους οδηγείται σε ταφή αντί να οδηγούνται σε κομποστοποίηση, πρέπει να υπολογίζεται ότι σύμφωνα με εκθέσεις της Ε.Ε. σε ετήσια βάση «παράγονται 88 εκατομμύρια τόνοι απορριμμάτων τροφίμων» και «πάνω από το 50% των απορριμμάτων τροφίμων παράγεται σε επίπεδο νοικοκυριών και καταναλωτών, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα απορρίμματα τροφίμων έχουν σημαντικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο, καθώς ευθύνονται για το 6% περίπου των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ε.Ε.». Αυτή, λοιπόν, η παραγωγή σε συνδυασμό με την επίπτωση της εκπομπής των αερίων του θερμοκηπίου επηρεάζει το στόχο για μείωση των ρύπων.
Παράλληλα, στο Ευρωκοινοβούλιο τέθηκε εκ νέου το ζήτημα για τα υλικά συσκευασίας στα οποία περικλείονται τα τρόφιμα, καλώντας «τη βιομηχανία να δεσμευτεί για μείωση κατά 50% όλων των συσκευασιών, λαμβάνοντας υπόψη την προοπτική αντικατάστασης των πλαστικών υλών με βιώσιμα και ανανεώσιμα ή ανακυκλώσιμα υλικά έως το 2030».
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ευρωβουλευτές με 574 ψήφους υπέρ, 22 κατά και 95 αποχές ζητούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει νέα νομοθετική πρόταση το 2021, η οποία να έχει ορίζοντα το 2030 και να επιβάλει σαφές οικολογικό αποτύπωμα στην χρήση υλικών και στην κατανάλωση.
Παράλληλα, για τα βιομηχανικά υλικά, όπως τα προϊόντα κλωστοΰφαντουργίας, οι ευρωβουλευτές ζητούν «να καθοριστούν ειδικά πρότυπα για κάθε προϊόν, ώστε αυτά που διατίθενται στην αγορά της Ε.Ε. να έχουν καλές επιδόσεις, να είναι ανθεκτικά, επαναχρησιμοποιήσιμα, να μπορούν εύκολα να επισκευαστούν, να μην είναι τοξικά, να αναβαθμίζονται και να ανακυκλώνονται, να περιέχουν ανακυκλωμένο περιεχόμενο και να είναι αποδοτικά ως προς τη χρήση πόρων και ενέργειας».
Ειδικά για τα προϊόντα κλωστοϋφαντουργίας, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος υπολόγισε ότι «μεταξύ 1996 και 2012 αυξήθηκε κατά 40% η ποσότητα των ενδυμάτων που αγοράζονταν ανά άτομο στην Ε.Ε., ενώ ταυτόχρονα πάνω από το 30% των αποκτηθέντων ενδυμάτων στην Ευρώπη είχε να φορεθεί τουλάχιστον ένα έτος· επιπλέον, πάνω από το ήμισυ των απορριφθέντων ενδυμάτων δεν ανακυκλώνεται, αλλά καταλήγει σε μικτά οικιακά απορρίμματα και στη συνέχεια αποστέλλεται σε αποτεφρωτήρες ή χώρους υγειονομικής ταφής».
Σε αυτό το πλαίσιο οι ευρωβουλευτές θέτουν την ανάγκη ανάπτυξη της κυκλικής οικονομίας, που σχετίζεται άμεσα με την επανάχρηση. Παρότι η κυκλική οικονομία δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στα κράτη – μέλη της Ε.Ε. εκτιμάται ότι έως το 2030 θα έχουν δημιουργηθεί πάνω από 700.000 νέες θέσεις εργασίας συμβάλλοντας κατά 0,5% στο συνολικό ΑΕΠ της Ε.Ε.. Να σημειωθεί ότι για την περίοδο 2012 -2018 ο αριθμός των θέσεων εργασίας που συνδέονται με την κυκλική οικονομία στην Ε.Ε. αυξήθηκε κατά 5% και ανήλθε σε 4 εκατομμύρια.
Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ε.Ε. έως το 2030 ο τομέας των ανακατασκευών στα κράτη – μέλη θα μπορούσε να επιτύχει ετήσια αξία μεταξύ 70 δισ. ευρώ και 100 δισ. ευρώ, οι δε συναφείς θέσεις απασχόλησης θα μπορούσαν να κυμανθούν μεταξύ περίπου 450.000 και σχεδόν 600.000!
Discussion about this post