Επιφυλάξεις για την επίτευξη όρων διαφάνειας διατυπώνονται αναφορικά με την τροποποίηση του νόμου για τις δημόσιες συμβάσεις, που έρχονται να ανατρέψουν σημεία από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, όπως είχε προσδιοριστεί από το Νόμο 4412/2016. Αυτό διαπιστώνεται από τις παρατηρήσεις που κατέθεσε η «Διεθνής Διαφάνεια Ελλάδος» στο πλαίσιο της διαβούλευσης, εντοπίζοντας γκρίζες ζώνες.
Η «Διεθνής Διαφάνεια Ελλάδος» εκφράζει προβληματισμό για την αλλαγή των κατώτατων ορίων στις δημόσιες συμβάσεις, καθώς όπως υποστηρίζει «δεν υπάρχει καμία αιτιολόγηση». Συνεπώς, αναφέρει ότι «η προτεινόμενη αύξηση του ορίου των δημοσίων συμβάσεων από 20.000 ευρώ σε 30.000 ευρώ για προμήθειες και 60.000 ευρώ για έργα αντίστοιχα χωρίς αιτιολόγηση της προτεινόμενης γεωμετρικής – στην περίπτωση των έργων – αύξησης προκαλεί εύλογο προβληματισμό για τη σκοπιμότητα της εισηγούμενης αλλαγής».
«Παράλληλα, η αύξηση του ορίου για δημόσιες συμβάσεις για τις οποίες δεν προβλέπεται δημοσίευση στοιχείων από 1000 σε 2.500 ευρώ (άρθρο 7) αντικρούει την αρχή της πρόσβασης στην πληροφορία που συνιστά θεμέλιο λίθο για την έμπρακτη τήρηση και λειτουργία της διαφάνειας», υπογραμμίζει ο οργανισμός.
Οι υπερβολικά χαμηλές προσφορές
Στο δε σκέλος των κρινόμενων ως υπερβολικά χαμηλών προσφορών, που συνεπάγονται καθυστερήσεις, ποιοτικές αποκλίσεις και πρόσθετες κοστολογήσεις στην πορεία της εκτέλεσης ενός έργου με αποτέλεσμα ένα πολύ υψηλότερο κόστος σε σχέση με το αρχικό, η «Διεθνής Διαφάνεια Ελλάδος» ζητά ισχύει το υφιστάμενο καθεστώς του Ν. 4412/2016, όπου υπάρχει μεγαλύτερος έλεγχος της προσφοράς μέσω του μαθηματικού τύπου περί αποκλίσεων.
Στην υπό τροποποίηση διάταξη προτείνεται, όταν η αναθέτουσα αρχή εντοπίζει ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές, να έχει δικαίωμα να καλέσει εντός 10 εργάσιμων ημερών τους οικονομικούς φορείς να εξηγήσουν την τιμή ή το κόστος που προτείνουν στην προσφορά τους. Ακολούθως, «η αναθέτουσα αρχή αξιολογεί τις παρεχόμενες πληροφορίες, σε συνεννόηση με τον προσφέροντα». «Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να απορρίψει την προσφορά μόνο εάν τα παρεχόμενα στοιχεία δεν εξηγούν κατά τρόπο ικανοποιητικό το χαμηλό επίπεδο της τιμής ή του κόστους που προτείνεται, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που αναφέρονται στις υποχρεώσεις παρ. 2 του άρθρου 18», αναφέρεται στο νομοσχέδιο.
Η κριτική
Σύμφωνα με την ανάλυση, που κάνει η «Διεθνής Διαφάνεια Ελλάδος» «η προτεινόμενη λύση μετακυλύει εκ νέου την ευθύνη για την αποδοχή ή την απόρριψη μιας προσφοράς ως αδικαιολόγητα χαμηλής στην εκάστοτε Αναθέτουσα Αρχή χωρίς να καθορίζει σαφή κριτήρια επ’ αυτού, αφήνοντας επίσης ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξουν καθυστερήσεις στη διαδικασία λόγω πιθανών ενστάσεων». «Κατά αυτόν τον τρόπο θα επιτρέπονται και πάλι χαμηλές προσφορές με τον κίνδυνο εγκατάλειψης του έργου ή αύξησης του οικονομικού αντικειμένου με συμπληρωματικές συμβάσεις ή μεγάλες τροποποιήσεις της αρχικής μελέτης», επισημαίνει η «Διεθνής Διαφάνεια Ελλάδος».
Επαναφορά στις διατάξεις του Ν. 4412/2016
«Σε παλαιότερο Νόμο, εφαρμοζόταν μαθηματικός τύπος που απέκλειε απευθείας τις πολύ χαμηλές προσφορές από τη συμμετοχή στη διαγωνιστική διαδικασία. Επρόκειτο για μία σαφώς καλύτερη και προτιμητέα διαδικασία καθώς οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι Ανάδοχοι δεν μπορούσαν με κανέναν τρόπο να καταφύγουν σε ένσταση-εφόσον το εν λόγω κριτήριο προβλεπόταν από τον Νόμο και δεν επαφιόταν στην κρίση της Αναθέτουσας- και κατά συνέπεια να καθυστερήσουν το Έργο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα», υπογραμμίζει η «Διεθνής Διαφάνεια Ελλάδος». Τονίζει, μάλιστα, ότι «η με την επιλογή του μαθηματικού τύπου προσφορά που θα αναλάβει το έργο θα κυμαίνεται κοντά στη μέση τιμή και θα προσφέρει κάποιο λογικό περιθώριο κέρδους στον Ανάδοχο, αποτρέποντάς τον με τον τρόπο αυτό να καταφύγει σε αδιαφανείς πρακτικές». Ενώ, «οι πολύ χαμηλές προσφορές, όπως για παράδειγμα αυτές που έχουν αξία κάτω από τη Μέση Τιμή μείον δύο φορές την Τυπική Απόκλιση, συστήνεται να απορρίπτονται».
Discussion about this post