Πόσο πονούν οι παιδικές ψυχές όταν αποχωρίζονται τον έναν από τους δυο τους γονείς μετά από το διαζύγιό τους; Πόσο πονούν τα παιδιά όταν ξέρουν πως ο μπαμπάς τους δεν θα είναι το βράδυ στο σπίτι; Πόσο πονούν όταν θέλουν να ρίξουν σε κάποιον την ευθύνη και αυτός δεν είναι εκεί; Πόσο πονούν όταν βλέπουν για λίγες ώρες ή μέρες τον έναν τους δυο τους γονείς και δεν μπορούν να τον αισθανθούν κοντά τους διαρκώς και καθημερινά, με την φυσική του παρουσία; Πόσο πονούν όταν τον αποχωρίζονται μετά από μια σύντομη βόλτα ή μια εκδρομή; Ποιες είναι οι επιπτώσεις στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών; Πως τελικά επουλώνεται το τραύμα του χωρισμού του μπαμπά από την μαμά και πως τα παιδιά μεγαλώνοντας διαμορφώνουν μέσα τους το πρότυπο του ενήλικα; Αυτές και πολλές άλλες πληγές έρχεται με την παρέμβασή του να επουλώσει ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ), συμμετέχοντας με τις προτάσεις του στην διαμόρφωση του νέου οικογενειακού δικαίου.
Από την μεταρρύθμιση του 1983 στο σήμερα…
Υπερασπιζόμενος την αρχή ότι «ο γάμος ή η συμβίωση μπορεί να διαλυθούν, ο γονικός ρόλος όμως υπάρχει για μια ζωή», ο ΣτΠ επισημαίνει ότι μπορεί «η μεγάλη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου του έτους 1983, η οποία είχε έντονα ‘παιδοκεντρικό’ χαρακτήρα», να ήταν εξόχως πρωτοποριακή για την εποχή της, αλλά σήμερα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν τα νέα μοντέλα οικογενειακής ζωής, τα οποία διαφέρουν από το τυπικό μοντέλο οικογένεια με την συμβίωση δυο γονέων μαζί με τα παιδιά τους στο ίδιο σπίτι. Εξάλλου, όλο και περισσότερες είναι πλέον οι μονογονεΐκές οικογένειες. Ως εκ τούτου, ο ΣτΠ υπογραμμίζει ότι «τα κατοχυρωμένα πλέον με υπερνομοθετική ισχύ δικαιώματα του παιδιού οφείλουν να αποτελούν τον γνώμονα κάθε μεταρρυθμιστικής πρωτοβουλίας, που αφορά το παιδί». Άρα, σύμφωνα με τον ΣτΠ, «η νέα μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου οφείλει να είναι εξίσου δραστική και γενναία».
Από την γονική μέριμνα στην εξουσία του ενός…
Ο ΣτΠ έχει διαπιστώσει ότι «στη χώρα μας η υλοποίηση των δικαιωμάτων του παιδιού, όπως αυτά κατοχυρώνονται στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, υπολείπεται των προτύπων που θέτει η Σύμβαση, λόγω υφιστάμενων διατάξεων του Οικογενειακού Δικαίου ή/και της ερμηνείας και εφαρμογής αυτών από τη νομολογία».
Παρότι, στην μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου του 1983 αναγνωρίζεται η γονική μέριμνα, ως περιορισμό της εξουσίας του ενός γονέα και κατοχύρωση της αρχής της κοινής ανατροφής από τους δύο γονείς, ο ΣτΠ υπογραμμίζει ότι αυτό στην πράξη ανατράπηκε «μετά τη διάσταση/διαζύγιο/λύση του συμφώνου συμβίωσης, αφού η ‘εξουσία’ του γονέα που ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου είναι (σχεδόν) απόλυτη».
Πιο ενεργός ο ρόλος του πατέρα!
Η δε «παγιωμένη δικαστηριακή και δικηγορική πρακτική αποτυγχάνει εδώ και δεκαετίες να αποτυπώσει και να ανταποκριθεί στη νέα κοινωνική πραγματικότητα, όπου ο ρόλος των πατέρων έχει μεταβληθεί εντυπωσιακά σε σχέση με τα οικογενειακά πρότυπα και δεδομένα που επικρατούσαν στην ελληνική κοινωνία στις αρχές της δεκαετίας του 1980», υπογραμμίζει ο ΣτΠ.
Άλλωστε, «κατά τη νέα χιλιετία, είναι εγνωσμένη η επιθυμία και τάση των πατέρων να διεκδικούν όλο και πληρέστερη εμπλοκή στην ανατροφή των παιδιών τους, ποιοτικά και ποσοτικά, όχι μόνο κατά τη διάρκεια του γάμου/συμφώνου, αλλά και μετά τη λύση του», υπενθυμίζει ο ΣτΠ προτείνοντας να εισαχθεί στην ελληνική έννομή τάξη η «αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας», για τα παιδιά των διαζευγμένων γονέων.
Πρόκειται για μια αρχή, η οποία αποτυπώνεται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διασφαλίζει την «αναβαθμισμένη παρουσία του πατέρα στη ζωή του παιδιού» και αποσκοπεί «στην ενίσχυση του νέου οικογενειακού μοντέλου, της ενεργούς από κοινού συμμετοχής και των δύο γονέων στην ανατροφή των τέκνων, και μετά την διάσταση/διαζύγιο/λύση του συμφώνου συμβίωσης».
Οι παιδοψυχολόγοι προτείνουν…
Σύμφωνα με την «αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας των παιδιών», η οποία αναφέρεται ρητά την Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και στη Σουηδία είναι θεσμός ήδη από το 1975 ορίζεται ότι «και οι δύο γονείς είναι από κοινού υπεύθυνοι για την ανατροφή και την ανάπτυξη του παιδιού και μετά τον χωρισμό τους». Παιδοψυχολόγοι υποστηρίζουν ανεπιφύλακτα ότι ‘στον ανήλικο συμφέρει περισσότερο μια φροντίδα από δύο άτομα, που ελέγχουν το ένα το άλλο, παρά μια εξουσία ενός μόνο προσώπου, η οποία μπορεί να ρέπει ευκολότερα προς τον αυταρχισμό». Ως εκ τούτου, ο ΣτΠ υποστηρίζει ότι ο «νόμος δεν πρέπει να επιτρέπει τη διολίσθηση στην υφιστάμενη πρακτική του αποκλεισμού του ενός γονέα από τη ζωή του παιδιού μετά τη διάλυση της έγγαμης συμβίωσης, που ενθαρρύνει τη λογική της ‘ιδιοκτησίας’ του παιδιού από τον γονέα που ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια».
Το παράδειγμα της Σουηδίας
Στη Σουηδία, το 40% των παιδιών ανατρέφονται από κοινού και από τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο ή τον χωρισμό του ζεύγους, καθώς έχει θεσμοθετηθεί και εφαρμόζεται η συμφωνία κοινής ανατροφής. Οι επιδημιολογικές μελέτες σε παιδιά σχολικής ηλικίας και εφήβους στην Σουηδία έχουν δείξει «καλύτερη ψυχική υγεία και λιγότερα συμπεριφορικά προβλήματα στα παιδιά που μεγαλώνουν και με τους δύο γονείς, μετά τον χωρισμό των τελευταίων, σε σχέση με τα παιδιά που μεγαλώνουν κυρίως ή αποκλειστικά με τον ένα γονέα». Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι «δεν υπάρχουν διαφορές όσον αφορά τη συναισθηματική και συμπεριφορική εξέλιξη των παιδιών που ανατρέφονται και από τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο, σε σχέση με τα παιδιά που μεγαλώνουν από γονείς που δεν έχουν χωρίσει».
Δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Η ΑΥΓΗ”
Discussion about this post