Με το θεσμικό πλαίσιο να είναι ελλιπές αναφορικά με τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος και την χώρα μας να είναι υποχρεωμένη μέχρι την 17η Δεκεμβρίου 2021 να κυρώσει την σχετική οδηγία, ο οργανισμός «Διεθνής Διαφάνεια – Ελλάς» καταθέτει τις επισημάνσεις – προτάσεις τoy στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του θεσμικού πλαισίου.
«Η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου συστήματος προστασίας των εργαζομένων που αναφέρουν παρανομίες και παρατυπίες που υπέπεσαν στην αντίληψή τους, διαιωνίζει µια κουλτούρα σιωπηρής ανοχής απέναντι σε φαινόμενα διαφθοράς και κατάχρησης εξουσίας», επισημαίνει η «Διεθνής Διαφάνεια – Ελλάς». Υπογραμμίζει, μάλιστα, ότι «η κουλτούρα ανοχής αφήνει τους εργαζόμενους εκτεθειμένους, ελλείψει αποτελεσματικών συστημάτων υποβολής αναφορών και νουθεσίας που να τους προστατεύει από αντίποινα (απόλυση, επιθέσεις, κ.ο.κ), µε αποτέλεσμα να φιμώνεται η ελευθερία έκφρασης λόγου». Μαζί με αυτό, επηρεάζεται αρνητικά αφ’ ενός «η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και των επιχειρήσεων», αφ’ ετέρου «η σχέση λογοδοσίας του κράτους προς τους πολίτες» και εν τέλει «η βούληση των εργαζομένων να μιλούν άφοβα, όταν εντοπίζουν ύποπτα περιστατικά», τονίζει η «Διεθνής Διαφάνεια – Ελλάς».
Η οδηγία
Εν τάχει η οδηγία προσδιορίζει τα πρόσωπα που υποβάλλουν αναφορές σχετικές με την εργασία τους και τις εν γένει επαγγελματικές τους σχέσεις. Επίσης, υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να καθιερώσουν την υποχρέωση δημιουργίας εσωτερικών και εξωτερικών διαύλων αναφορών στα νομικά πρόσωπα τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα, με συγκεκριμένα καθήκοντα και προϋποθέσεις. Κομβικής σημασίας είναι ότι μέσω του νέου θεσμικού πλαισίου, αναγνωρίζεται ότι οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers) δύνανται να αξιώσουν προστασία βάσει της Οδηγίας, εφ’ όσον «είχαν βάσιμους λόγους να θεωρούν ότι οι πληροφορίες σχετικά με παραβιάσεις που ανέφεραν ήταν αληθείς κατά τον χρόνο της αναφοράς». Παράλληλα, αναγνωρίζεται, υπό προϋποθέσεις, «το δικαίωμα δημόσιας αποκάλυψης σχετικά με παραβιάσεις που ευρίσκονται εντός του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας». Για την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος από αντίποινα θεσπίζεται σύστημα προστασίας τους.
Οι εσωτερικοί δίαυλοι αναφοράς
Για την εφαρμογή της Οδηγίας προβλέπεται η καθιέρωση των εσωτερικών διαύλων αναφοράς παραβιάσεων, που θα πρέπει να εγκατασταθούν και να λειτουργήσουν στις περισσότερες νομικές οντότητες τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Εξαίρεση παρέχεται για τις οντότητες του ιδιωτικού τομέα, αν έχουν λιγότερους από 50 εργαζόμενους. Ενώ, πιθανή είναι η εξαίρεση των δήμων κάτω των 10.000 κατοίκων. Για την λειτουργία των εσωτερικών διαύλων προβλέπεται ο ορισμός αμερόληπτου προσώπου ή υπηρεσίας με αρμοδιότητα για την παρακολούθηση των αναφορών, που θα μπορεί να επικοινωνεί με τον μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, να του ζητεί περαιτέρω πληροφορίες και ενημέρωση. Με βάση την Οδηγία παρέχεται εύλογο χρονικό διάστημα για την παροχή ενημέρωσης, το οποίο δεν υπερβαίνει τους 3 μήνες από τη βεβαίωση παραλαβής ή, εάν δεν έχει αποσταλεί βεβαίωση στον αναφέροντα, τους 3 μήνες από τη λήξη του επταημέρου μετά την υποβολή της αναφοράς.
Ανώνυμες αναφορές και εξωτερικοί δίαυλοι
Στην περίπτωση των ανώνυμων αναφορών, η Οδηγία ορίζει ότι επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του κράτους – μέλους να αποφασίσει πως θα τις διαχειρίζεται. Ωστόσο, με βάση την αιτιολογική έκθεση της Οδηγίας «τα πρόσωπα που έχουν αναφέρει ή δημοσιεύσει ανωνύμως πληροφορίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και πληρούν τις προϋποθέσεις της θα πρέπει να απολαύουν της προστασίας δυνάμει της Οδηγίας, εφόσον στη συνέχεια εντοπίζονται και υπόκεινται σε αντίποινα».
Παράλληλα, ορίζεται ως υποχρεωτική η θέσπιση εξωτερικών διαύλων, που αφορά τις ορισμένες από το κράτος – μέλος αρμόδιες αρχές που θα παραλαμβάνουν και θα διαχειρίζονται τις καταγγελίες και τις αναφορές. Στην οδηγία αναφέρεται ρητά ότι «οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να παρέχουν ενημέρωση στους αναφέροντες σχετικά με την εξέλιξη των αναφορών τους σε χρονικό διάστημα 3, ή, σε ειδικές περιπτώσεις, 6 μηνών από την λήψη της αναφοράς».
Πως προσδιορίζεται το δικαίωμα της δημόσιας αποκάλυψης;
Η Οδηγία προσδιορίζει το εύρος κατοχύρωσης του δικαιώματος της δημόσιας αποκάλυψης. Συγκεκριμένα, αυτού του δικαιώματος απολαμβάνει «το πρόσωπο που υπέβαλε πρώτα αναφορά εσωτερικά και εξωτερικά, ή κατευθείαν εξωτερικά, αλλά δεν αναλαμβάνεται καμία ενδεδειγμένη ενέργεια ως ανταπόκριση στην αναφορά εντός του χρονικού διαστήματος» ή απολαμβάνει το πρόσωπο, που έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι: «α) η παραβίαση μπορεί να συνιστά άμεσο ή έκδηλο κίνδυνο για το δημόσιο συμφέρον, όπως όταν υπάρχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή κίνδυνος μη αναστρέψιμης βλάβης ή β) σε περίπτωση εξωτερικής αναφοράς, υπάρχει κίνδυνος αντιποίνων ή υπάρχει μικρή προοπτική να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η παραβίαση, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, όπως όταν αποδεικτικά στοιχεία μπορεί να συγκαλυφθούν ή να καταστραφούν ή όταν μία αρχή μπορεί να βρίσκεται σε αθέμιτη σύμπραξη με τον υπαίτιο της παραβίασης ή να είναι αναμεμειγμένη στην παραβίαση».
Όμως, δεν ισχύει το ίδιο στην περίπτωση που το πρόσωπο επιλέξει να αποκαλύψει πληροφορίες απευθείας στον Τύπο, καθώς σε αυτή την περίπτωση εμπίπτει στις ειδικές εθνικές διατάξεις που συναποτελούν το σύστημα προστασίας σχετικό με την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης. Ως εκ τούτου, η Οδηγία δεν αποσκοπεί στο να περιορίσει την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του Τύπου, αλλά να την συμπληρώσει.
Μέτρα προστασίας από αντίποινα
Κομβικής σημασίας είναι τα μέτρα προστασίας από αντίποινα τα οποία περιγράφονται στην Οδηγία. Καταρχάς, στην οδηγία παρατίθεται ένας κατάλογος με 15 περιπτώσεις δυνητικών αντιποίνων που μπορεί να αντιμετωπίσει ένα πρόσωπο που υποβάλλει αναφορά παραβίασης κατά τους ορισμούς της οδηγίας ή προβαίνει σε δημόσια αποκάλυψη που προστατεύεται από την Οδηγία. Μεταξύ των περιπτώσεων αντιποίνων περιλαμβάνεται η απαγορευμένη διακριτική μεταχείριση εργαζομένων ή η διακοπή σύμβασης ή η ακύρωσης άδειας.
Η δικαστική αρωγή στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος
Παράλληλα, αναφέρονται μέτρα στήριξης των μαρτύρων δημοσίων συμφέροντος, όπως είναι σε πρώτο στάδιο η παροχή αξιόπιστων και ανεξάρτητων πληροφοριών για τις δυνατότητες που είναι διαθέσιμες για την προστασία από αντίποινα και τα δικαιώματα του κάθε ενδιαφερομένου. Ακολούθως, περιγράφονται μέτρα για την παροχή συνδρομής για την προστασία από τα αντίποινα, αλλά και η δικαστική αρωγή είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο είτε και σε εθνικό, με βάση το εθνικό δίκαιο. Επίσης, προβλέπεται η δυνητική παροχή οικονομικής συνδρομής στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, ενώ ιδιαίτερη σημασία έχει η πρόβλεψη ότι «τα μέτρα στήριξης μπορεί να παρέχονται, κατά περίπτωση, από κέντρο πληροφοριών ή από ενιαία και σαφώς προσδιορισμένη ανεξάρτητη διοικητική αρχή».
Βλάβη εις βάρος του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος
Σε περίπτωση δικαστικών διενέξεων, μεγάλη σημασία έχει η αντιστροφή του βάρους απόδειξης, που καθιερώνεται στην Οδηγία. Ενδιαφέρουσα ανάλυση επί της Οδηγίας κάνει η «Διεθνής Διαφάνεια – Ελλάς» σχετικά με την «βλάβη». Αναφέρει, λοιπόν, ότι στην Οδηγία προβλέπεται πως «στο πλαίσιο διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρχής σχετικά με βλάβη την οποία υπέστη ο αναφέρων, και με την επιφύλαξη ότι ο αναφέρων αποδεικνύει ότι προέβη σε αναφορά ή σε δημόσια αποκάλυψη και υπέστη βλάβη, τεκμαίρεται ότι η βλάβη έγινε σε αντίποινα για την αναφορά ή τη δημόσια αποκάλυψη. Στις περιπτώσεις αυτές, εναπόκειται στο πρόσωπο που έλαβε το μέτρο που προκάλεσε τη βλάβη να αποδείξει ότι το εν λόγω μέτρο βασίστηκε σε δεόντως αιτιολογημένους λόγους». Ως εκ τούτου, στην Οδηγία αποσαφηνίζεται το εύρος της αποζημίωσης των προσώπων που δέχονται μη νόμιμα αντίποινα.
Γιατί είναι απαραίτητη η κύρωση της Οδηγίας;
Σύμφωνα με τον οργανισμό «Διεθνής Διαφάνεια – Ελλάς» το θεσμικό πλαίσιο στην χώρα μας είναι ελλιπές. Το θεσμικό πλαίσιο για τις μονάδες εσωτερικού ελέγχου, όπως προσδιορίστηκε με τον Ν. 4622/2019 δεν είναι επαρκές για να προστατεύσει τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, καθότι δεν προβλέπεται η ίδρυση και λειτουργία εσωτερικού διαύλου.
Όσο για την προστασία των εργαζομένων, που καταγγέλλουν υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος το θεσμικό πλαίσιο κατοχυρώνει τους εργαζόμενους μόνον ως προς το σκέλος των εκδικητικών εις βάρος τους μέτρων, αλλά η συγκεκριμένη διάταξη του Ν. 2957/2001, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 της Σύμβασης Αστικού Δικαίου κατά της Διαφθοράς «δεν συνοδεύεται από μέτρα εξειδίκευσης ή προσδιορισμού και δεν φαίνεται να έχει βρει απήχηση στην πράξη», επισημαίνει η «Διεθνής Διαφάνεια – Ελλάς».
Discussion about this post