Πληθαίνουν οι φυσικοί και όχι μόνον κίνδυνοι και η τελευταία έκθεση του ΟΗΕ προειδοποιεί ότι μετά την έξαρση του κορωνοϊού οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης με ορίζοντα το 2030 ξεμακραίνουν. Η κλιματική αλλαγή κρατά εξέχουσα θέση στη νέα περίοδο της διακινδύνευσης με την εκτίμηση ότι σε σχέση με την δεκαετία του 2000 οι κίνδυνοι θα πενταπλασιαστούν έως το 2030!
Η τελευταία έκθεση του ΟΗΕ για την παγκόσμια αξιολόγηση της μείωσης των κινδύνων για το 2022 αναφέρει ότι «η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει τους φυσικούς κινδύνους με πολλαπλούς τρόπους». Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η κλιματική αλλαγή «αυξάνει την πιθανότητα, την συχνότητα και την ένταση των επικίνδυνων κλιματικών φαινομένων επηρεάζοντας την ευαλωτότητα για όλους τους κινδύνους εξαιτίας των μακροπρόθεσμων κοινωνικο – οικονομικών πιέσεων και επηρεάζει τους εκτοπισμούς, την αλλαγή των προτύπων έκθεσης σε κίνδυνο όπως είναι οι κλιματικές αλλαγές και εμφανίζονται κίνδυνοι σε νέες περιοχές».
Τις τελευταίες δυο δεκαετίες, τα επικίνδυνα φυσικά φαινόμενα έχουν αυξηθεί σε ετήσια βάση. Ενώ, δηλαδή, την δεκαετία 2000 – 2009 καταγράφονταν περισσότερα επικίνδυνα φυσικά φαινόμενα σε σχέση με την δεκαετία 2010 – 2019, αυτά συνολικά παρέμεναν μεσοσταθμικά υψηλά σε σχέση με την περίοδο 1970 – 2000. Στην τελευταία περίοδο (1970 – 2000), καταγράφονταν μεσαίας και μεγάλης κλίμακας φυσικές καταστροφές, που κατά μέσο όρο ήταν 90 – 100 φαινόμενα, την περίοδο 2001 – 2020 καταγράφηκαν 350 – 500 φυσικά φαινόμενα σε ετήσια βάση που προκαλούσαν μεγάλες καταστροφές, όπως ήταν οι σεισμοί, τα τσουνάμι, οι εκρήξεις ηφαιστείων ή καταστροφές που σχετίζονταν με την αλλαγή του κλίματος, βιολογικοί κίνδυνοι, καταστροφή σε σοδειές ή επιδημίες.
Στην ίδια έκθεση του ΟΗΕ αναφέρεται ότι εάν αυτή η τάση συνεχιστεί, τότε ο αριθμός των καταστροφών σε παγκόσμια κλίμακα μπορεί να αυξηθεί από 400 φυσικές καταστροφές που καταγράφηκαν το 2015 σε 560 κατά έτος το 2030. Για την ξηρασία, εκτιμάται ότι ως φαινόμενο θα αυξηθεί κατά 30% από το 2001 έως το 2030 και ταυτόχρονα θα αυξηθούν τα φαινόμενα υπερβολικών θερμοκρασιών. «Με βάση τις τρέχουσες τάσεις, ο πλανήτης πρόκειται να υπερβεί τον στόχο της Συμφωνίας του Παρισιού για 1,5°C ως παγκόσμια μέση αύξηση της μέγιστης θερμοκρασίας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, επιταχύνοντας περαιτέρω τον ρυθμό και τη σοβαρότητα των επικίνδυνων φαινομένων», αναφέρεται στην ίδια έκθεση.
Οι κίνδυνοι όπως η ξηρασία συνδέεται στενά με την φτώχεια, αλλά «όλοι αυτοί οι κίνδυνοι περιορίζουν την βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς οι πιο φτωχοί και πιο ευάλωτοι πληθυσμοί είναι αναγκασμένοι να υπομένουν τις μεγαλύτερες απώλειες από τις καταστροφές που συμβαίνουν στις ήδη εύθραυστες υποδομές και στα ίδια τους τα σπίτια», αναφέρεται στην ίδια έκθεση. Παράλληλα, χάνουν μεγαλύτερο ποσοστό αναλογικά του εισοδήματός τους σε σχέση με τους αυτούς που δεν ανήκουν στην τάξη των φτωχών.
Σε επίπεδο μιας γενεάς εκτιμάται ότι μόλις 1,2 δισεκατομμύρια πληθυσμού έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από την ακραία φτώχεια, καθότι η αναλογία του πληθυσμού που βρίσκεται στην γραμμή φτώχειας δηλαδή με εισόδημα κάτω του 1,9 δολαρίου την ημέρα έχει μειωθεί την τελευταία 20ετία.
Ωστόσο, με το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοΐου, η πρόοδος για την μείωση της φτώχειας έχει επιβραδυνθεί και σε καμία περίπτωση δεν προσεγγίζει τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης του 2030. Η αναλογία της μείωσης της φτώχειας από 15,7% το 2010 κατευθύνθηκε στο 10% το 2015, αλλά μέχρι το 2019 συρρικνώθηκε μόλις στο 8,2%.
«Το πιο αισιόδοξο σενάριο σε σχέση με το 2020 είναι ότι έως το 2030 επιπλέον 37,6 εκατομμύρια άνθρωποι θα ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Ενώ το ακραίο σενάριο εκτιμά ότι 100 εκατομμύρια άνθρωποι έως το 2030 θα ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας λόγω της κλιματικής αλλαγής», αναφέρεται στη έκθεση του ΟΗΕ.
Οι επιπτώσεις του κορωνοΐου έφεραν την πρώτη έξαρση της παγκόσμιας φτώχειας από το 1998. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, η πανδημία του κορωνοΐου οδήγησε 97 εκατομμύρια ανθρώπους σε συνθήκες φτώχειας το 2020 και σύμφωνα με τους ερευνητές πρόκειται για μια ιστορική αύξηση της φτώχειας. Η Νότια Ασία και η υποσαχάρια Αφρική ήρθαν αντιμέτωπες με μεγάλη έκρηξη της φτώχειας περί τα 32 και 26 εκατομμύρια ανθρώπων αντίστοιχα.
Η σχέση της φτώχειας και των κινδύνων για την ανθρωπότητα είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ταχεία αστικοποίηση. Ήδη από το 2017, το 56% του πληθυσμού ζει σε αστικές περιοχές και ιδίως σε πυκνές πόλεις. Ωστόσο, όπως έχουν δείξει παλαιότερες μελέτες του ΟΗΕ, το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε συνθήκες φτώχειας με υποτυπώδη δίκτυα κοινής ωφέλειας και υποτυπώδεις υποδομές.
Περί το 1 δισεκατομμύριο ανθρώπων που ζουν σε αναπτυσσόμενες χώρες είναι ευάλωτοι σε κινδύνους, καθότι ζουν σε συνωστισμένες περιοχές με κακής ποιότητας κατοικίες με ανεπαρκείς υποδομές κοινής ωφέλειας. Η δε ταχεία αστικοποίηση καθιστά τους ανθρώπους ακόμη πιο ευάλωτους στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ιδίως στις περιοχές που ναι μεν υπάρχουν μεγάλες πόλεις, αλλά αυτές επηρεάζονται από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας.
Ενώ για την περίοδο 1901 έως 1971 η στάθμη της θάλασσας ανέβηκε μόλις 1,3 χιλιοστό σε ετήσια βάση, από τότε έως το 2006 η στάθμη της θάλασσας ανέβαινε 3,7 εκατοστά σε ετήσια βάση. Ως εκ τούτου εκτιμάται ότι έως το 2100, περί τα 200 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως θα επηρεαστούν από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας κυρίως στην Ασία και ειδικά στην Κίνα (43 εκατομμύρια), στο Μπαγκλαντές (32 εκατομμύρια) και στην Ινδία (27 εκατομμύρια).
Discussion about this post