Ακόμη στέκουν τα καμένα δέντρα στις πλαγιές, τις ρεματιές. Ακόμη πλαγιάζουν νεκρά τα δέντρα και οι κορμοί τους στο χώμα. Η γη εγκαταλελειμμένη προσπαθεί να ξεχάσει τον πόνο της από τις φλόγες που την κατέκαψαν. Μυρωδιά καμένης γης και μια σιωπή να την τυλίγει. Περπατώντας ανάμεσα στο αποτεφρωμένο τοπίο, λίγες σπίθες ζωής ξεπηδούν. Η γη βαρυγκωμώντας αργά – αργά ανασταίνεται με μικρούς σπόρους να πρασινίζουν το ερειπωμένο τοπίο. Νεογέννητα πεύκα σαν έμβρυα, λίγο θυμάρι και φασκόμηλο διάσπαρτα αναφύονται από την μαυρισμένη επιφάνεια της γης. Ελάχιστοι κορμοί καμένων δέντρων έχουν ξεριζωθεί αφήνοντας τρύπες στο έδαφος και άλλοι λίγοι έχουν καρατομηθεί με τις ρίζες τους να παραμένουν στο διαβρωμένο έδαφος των πλαγιών. Αυτές τις εικόνες αντικρίσαμε ένα χρόνο μετά στο Κρυονέρι και την Βαρυμπόμπη.
Ένα χρόνο μετά, στην πλατεία της Βαρυμπόμπης, τα σημάδια της πυρκαγιάς είναι ακόμη εκεί. Ο ιδιοκτήτης του οπωροπωλείου, που όταν ξέσπασε η φωτιά είχε ξεχάσει ακόμη και το σημειωματάριο του στον πάγκο δίπλα στο ταμείο, βρήκε ένα χρόνο μετά το κουράγιο να ξαναφτιάξει το μαγαζί του και μοσχομυριστά λαχανικά και φρούτα έχουν μπει στους πάγκους. Ενώ ακριβώς δίπλα του, το καφέ – μπαρ είχε ακόμη τα σημάδια της πλήρους καταστροφής με τα κεραμίδια της στέγης, καπνισμένα καθώς ήταν, να βρίσκονται ακόμη στο πάτωμα, όπως ήταν ακριβώς ένα χρόνο πριν, που επισκεφτήκαμε την πλατεία της Βαρυμπόμπης.
«Ακόμη απορούμε πως κάηκε η Βαρυμπόμπη», λένε στην ΑΥΓΗ ο Γιάννης και η Μαρία, κάτοικοι της περιοχής. «Ένα χρόνο μετά δεν έχει αλλάξει τίποτα στον οικισμό της Βαρυμπόμπης. Έχουν γίνει κάποιες δεντροφυτεύσεις, αλλά δεν είναι μέσα στον οικισμό», μας επισημαίνουν και οι δυο, υπογραμμίζοντας: «Για αντιπλημμυρικά έργα, ούτε λόγος. Έφτιαξαν κάποιους πρόχειρους αναβαθμούς με κορμοδέματα και μετά δεν φτιάχτηκε τίποτα άλλο!».
Οι μνήμες της φωτιάς
Το σπίτι του Γιάννη σώθηκε «ως δια μαγείας», όπως μας λέει χαρακτηριστικά. Της Μαρίας κάηκε ολοσχερώς. Και οι δυο μοιράζονται μέσω της ΑΥΓΗΣ τις μνήμες τους από την καταστροφική πυρκαγιά.
«Είδα την φωτιά από την αρχή! Ήταν μια στήλη καπνού σαν από τσιγάρου!», θυμάται ο Γιάννης και προσθέτει: «Έφυγα από το γραφείο μου για να πάω στο σπίτι να δω τι έχει γίνει και βρέθηκα μέσα ένα ντουμάνι». «Η πυροσβεστική και η αστυνομία δεν με άφηναν να περάσω, για να πάω να δω το σπίτι μου. Με τα πολλά κατάφερα να περάσω με συνοδεία αστυνομικών. Πήρα μαζί τους σκύλους μου και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς μου και ψάχναμε ύστερα να βρούμε σπίτι για να μείνουμε», λέει ο Γιάννης. «Τις υπόλοιπες πέντε – έξι μέρες δεν ξέραμε εάν είχαμε σπίτι», θυμάται. «Κάηκε από πάνω όροφος αλλά το δικό μας σπίτι που είναι ισόγειο δεν κάηκε. Παρότι περιτριγυρίζεται από πεύκα, φαίνεται πως η φωτιά το προσπέρασε και δεν κάηκε. Κάηκε, όμως, ο από πάνω όροφος, το διπλανό σπίτι και το από πίσω», αφηγείται ο Γιάννης.
Η ιστορία με το σπίτι της Μαρίας είναι πολύ διαφορετική! Η Μαρία είχε ένα σπίτι μακριά από τον οικισμό μέσα σε ένα οικόπεδο με 40 δέντρα. Το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της και το ενοικίαζε. «Όταν ξέσπασε η πυρκαγιά, ο νοικάρης μου δεν βρισκόταν στο σπίτι. Κατάφερε να φθάσει. Εκείνη τη στιγμή, η φωτιά βρισκόταν στα πρώην βασιλικά κτήματα. Επικοινώνησε μαζί μου και με ενημέρωσε πως η φωτιά ήταν μακριά από το σπίτι. Με καθησύχασε, να μην ανησυχώ», διηγείται η Μαρία και συνεχίζει: «Μετά από μισή ώρα, ο νοικάρης μου με ξανακάλεσε και αφού μου είπε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για το σπίτι με ενημέρωσε πως θα πήγαινε να ξαπλώσει, να ξεκουραστεί για μεσημέρι. Πέρασε άλλη μισή ώρα. Ξύπνησε από τις σειρήνες. Είδε τις φλόγες να πλησιάζουν. Με ενημέρωσε αμέσως για την κατάσταση. Η Αστυνομία τον υποχρέωσε να εκκενώσει το σπίτι. Πήρε τους σκύλους του και έφυγε φορώντας μόνον τα ρούχα του». «Εκείνη την μέρα δεν κατάφερα να πλησιάσω στο σπίτι! Έφτασα μετά από έξι μέρες από την πυρκαγιά και ήταν όλα καμένα», λέει με στεναχώρια η Μαρία.
Το φιάσκο της εκκένωσης
«Ήταν λάθος η εκκένωση», συμφωνούν και οι δυο. «Θα μπορούσαν να απομακρυνθούν τα μικρά παιδιά και οι ηλικιωμένοι με κάποιους συνοδούς και να μείνουν πίσω αυτοί που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την φωτιά», λέει η Μαρία, αφηγούμενη πως αντιμετωπίστηκε η φωτιά στον Άγιο Στέφανο λίγες μετά τη φωτιά στην Βαρυμπόμπη. «Μετά το φιάσκο της Βαρυμπόμπης ο κόσμος αρνείτο να υπακούσει στις εντολές εκκένωσης. Δεν έφυγαν από τα σπίτια τους και μαζί με τους πυροσβέστες έσωσαν τα σπίτια τους», τονίζει η Μαρία επικαλούμενη μαρτυρίες φίλων της.
Τις πρώτες μέρες…
Επιστρέφοντας στις πληγές της Βαρυμπόμπης, ρωτήσαμε τον Γιάννη και την Μαρία εάν πήραν το επίδομα για τα πρώτα έξοδα διαβίωσης. Ο Γιάννης απάντησε πως δεν το πήρε κανένας. Η Μαρία μας είπε ότι στις 25 Αυγούστου του 2021 για το κατεστραμμένο σπίτι της έλαβε 20.000 ευρώ εκ των οποίων 14.000 ευρώ πιστώθηκαν στον λογαριασμό της και 6.000 ευρώ στον λογαριασμό του ενοικιαστή, ο οποίος ακολούθως ελάμβανε επί έξι μήνες επίδομα ενοικίου, για το καινούργιο σπίτι που ενοικίασε. «Ναι αλλά το επίδομα των 600 ευρώ δεν το πήραμε», είπε ο Γιάννης φανερά εκνευρισμένος και πρόσθεσε: «Μας ρώτησε κανείς πώς θα ζήσουμε τις πρώτες μέρες μετά την πυρκαγιά; Μας ρώτησε αν είχαμε λεφτά στην τράπεζα; Εάν είχαμε λεφτά για να φάμε; Τι να το κάνω εγώ να μας δίνουνε 20.000 ευρώ ένα μήνα μετά; Στο ενδιάμεσο πώς θα ζούσαμε;» «Κάτι σακούλες με γαριδάκια, πατατάκια, χυμούς και τσικλόφουσκες μας έδιναν τα κλιμάκια του Δήμου», λέει με αγανάκτηση ο Γιάννης. «Υπήρχε σοβαρό πρόβλημα με τα επιδόματα των 20.000 ευρώ γιατί σε πολλές περιπτώσεις τα έπαιρναν οι Ρομά που όμως δεν ήταν πυρόπληκτοι γιατί έμεναν σε άλλες περιοχές, που δεν είχαν πληγεί από την πυρκαγιά», επισημαίνει ο Γιάννης. «Απ’ ό,τι μαθαίνουμε κάποιοι έχουν πάρει επίδομα οικοσκευής και επιδότηση ενοικίου και κάποιοι άλλοι όχι», μας λένε και οι δυο.
Έρχονται ακόμη δημοτικά τέλη στα ολοσχερώς κατεστραμμένα σπίτια
Όμως, αυτοί που έχασαν τα σπίτια τους, που μένουν πλέον; «Άλλοι μένουν στα εξοχικά τους ή έχουν νοικιάσει σε άλλες περιοχές», λένε. «Από τον Δήμο Αχαρνών δεν μας βοήθησαν ιδιαίτερα», υπογραμμίζουν και οι δυο. «Μπορεί τις πρώτες μέρες να είχαν παραχωρήσει κάποια δωμάτια σε ξενοδοχεία, αλλά ως κάτοικοι είχαμε ζητήσει από τον Δήμο Αχαρνών να μας παραχωρήσουν κοντέινερ είτε για να μείνουν κάποιοι μέσα είτε για να βάλουμε τα πράγματα μας», συνεχίζει η Μαρία και προσθέτει με απογοήτευση: «Δεν μας έστειλαν τίποτα!».
«Το μόνο που μας στέλνουν από τον Δήμο είναι τα δημοτικά τέλη μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ», λέει με εκνευρισμό η Μαρία. «Μου ήρθε και λογαριασμός της ΔΕΗ ως έναντι!», συνεχίζει στον ίδιο τόνο προσθέτοντας: «Εξήγησα στην ΔΕΗ ότι το σπίτι μου έχει καταστραφεί και μου απάντησαν ότι θα περάσουν υπάλληλοι να κάνουν καταμέτρηση. Τους εξήγησα ότι οι μετρητές κατανάλωσης της ΔΕΗ είναι κατεστραμμένοι. Το ίδιο κάνει και η ΕΥΔΑΠ, η οποία στέλνει ειδοποιητήριο με την πάγια χρέωση».
«Τους λογαριασμούς ξέρουν να τους στέλνουν, αλλά δεν ξέρουν να μας προφυλάξουν!», λέει με τον ίδιο εκνευρισμό ο Γιάννης, αναφερόμενος στην απουσία πυροσβεστικού οχήματος. «Αλλά αφού έχουμε καεί, δεν χρειαζόμαστε πυροσβεστικό όχημα», προσθέτει με σκωπτικό ύφος. «Ούτε φύλαξη έχουμε», συμπληρώνει η Μαρία με τον Γιάννη να συμφωνεί λέγοντας: «Το περιπολικό της Αστυνομίας κάνει στη χάση και στη φέξη μια γύρα από την πλατεία και φεύγει». «Όχι τώρα.. Τώρα μας έχουν ξεγραμμένους. Παρότι τον πρώτο μήνα μετά την φωτιά υπήρχε περιπολικό της Αστυνομίας και έκανε συστηματική φύλαξη, έκτοτε δεν υπάρχει ούτε για δείγμα και γίνεται πλιάτσικο στα σπίτια μας!»,επισημαίνει ο Γιάννης.
Χωρίς αστυνόμευση αλωνίζουν οι κλέφτες
«Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με την αστυνομική φύλαξη της περιοχής», συμφωνεί η Μαρία και καταθέτει την δική της εμπειρία. «Για πολλούς μήνες έμπαιναν στο σπίτι και έκλεβαν. Άφηναν και την πόρτα της εισόδου ανοιχτή», καταγγέλλει η Μαρία και όταν την ρωτήσαμε τι έκλεβαν μας απάντησε: «Έκλεβαν σιδηρικά, χαλκοσωλήνες, τα αλουμίνια από τις πόρτες, τα προστατευτικά κάγκελα των παραθύρων. Έκλεβαν ότι είχε απομείνει από το κουφάρι του σπιτιού μου». «Δεν είναι μόνο στο δικό μου που έκλεβαν. Και στα άλλα σπίτια το ίδιο έκαναν», προσθέτει.
«Είχαμε εντοπίσει ένα σπίτι στο οποίο πήγαν κάποιοι με ένα φορτηγό και πήραν όλη την ξυλεία», λέει ο Γιάννης. «Νομίζαμε ότι ο ιδιοκτήτης απομάκρυνε την καμένη ξυλεία, αλλά τελικά ήταν κλέφτες», προσθέτει ξεφυσώντας. «Ρώτησα μετά τον ιδιοκτήτη και τότε κατάλαβα ότι επρόκειτο για κλέφτες», λέει με απογοήτευση ο Γιάννης.
Με αργούς ρυθμούς η αποκατάσταση
Ρωτώντας τη Μαρία εάν έχει δρομολογήσει την αποκατάσταση του σπιτιού της, η ίδια μας φωτίζει μια σημαντική πτυχή. «Κάποιοι είναι στην φάση που τους εγκρίνονται άτοκα δάνεια για να φτιάξουν τα σπίτια τους», λέει η Μαρία, όμως η ίδια δεν το έχει προχωρήσει.
«Το σπίτι μου ελέγχθηκε για δεύτερη φορά από μηχανικούς του υπουργείου Υποδομών. Μου έχουν αποστείλει το έγγραφο με το οποίο το σπίτι μου κρίνεται κατεδαφιστέο. Πρέπει να βγει από τον Δήμο η άδεια κατεδάφισης. Με ενημέρωσαν ότι η αποκομιδή των κατεδαφιστέων υλικών είναι με έξοδα του ιδιοκτήτη», εξηγεί η Μαρία σημειώνοντας όμως ότι δεν έχει καταθέσει αίτημα για χρηματοδότηση της αποκατάστασης του ολοσχερώς κατεστραμμένου σπιτιού της, γιατί παρότι έχει νόμιμη άδεια με το νόμο Τρίτση, βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως αλλά το δασαρχείο δεν αναγνωρίζει την έκταση ως ιδιωτικό δάσος και δεν επιτρέπει καμία παρέμβαση για την επισκευή του σπιτιού της.
Το σπίτι της Μαρίας είναι από αυτά, που βρίσκονται σε ιδιωτική δασική έκταση. Η ίδια κατέχει νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας από το 1877. Όπως μας εξηγεί «στην περιοχή της Φλόγας ή στην περιοχή 751, που την είχε παραχωρήσει το κράτος ως τιμητική ανταμοιβή με νόμιμους τίτλους σε ανθρώπους που είχαν πολεμήσει στην Κορέα, τα σπίτια είναι νόμιμα, αλλά επειδή βρίσκονται σε δασικές εκτάσεις, που παρότι είναι ιδιωτικές με νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας, δεν προβλέπεται αποζημίωση για την αποκατάσταση των σπιτιών, που επλήγησαν από την πυρκαγιά». «Εμείς ως κάτοικοι αυτών των περιοχών, που βρίσκονται εντός ιδιωτικών εκτάσεων ζητούμε να έχουμε την ίδια μεταχείριση, όπως με τους πυρόπληκτους στο Μάτι, για να μπορέσουμε να ξαναφτιάξουμε τα σπίτια μας και να τα επαναφέρουμε στην προτεραία κατάσταση», υπογραμμίζει η Μαρία.
Τι ζητούν από την Πολιτεία
Ρωτώντας τον Γιάννη και την Μαρία τι είναι αυτό που προσδοκούν από την Πολιτεία μετά την καταστροφή και οι δυο ξεφυσούν με προβληματισμό. «Εγώ δεν περιμένω τίποτα πλέον!», απαντά κοφτά ο Γιάννης προσθέτοντας: «Ενδεχομένως να μην μπορώ να αλλάξω τον κόσμο αλλά θα προσπαθήσω να επηρεάσω 10 ανθρώπους γύρω μου για να γίνουν κάποια πράγματα θετικά στη Βαρυμπόμπη και ελπίζω ο κάθε ένας από τους 10 να μπορέσει να επηρεάσει άλλους 10 προκειμένου να βελτιωθούν τα πράγματα στην περιοχή μας». «Τουλάχιστον να προστατεύσουμε την περιοχή και να φτιάξουμε ένα καλύτερο αύριο και για εμάς και για τα παιδιά μας», καταλήγει ο Γιάννης.
«Εγώ θέλω κάποιος από τους διοικούντες να ενδιαφερθεί πραγματικά για τη Βαρυμπόμπη», λέει η Μαρία εξηγώντας: «Είναι μία περιοχή ξεχασμένη! Είναι μία περιοχή παραμελημένη!». Ειδικά για τις υποδομές, μας διευκρινίζει ότι στην Βαρυμπόμπη δεν υπάρχει αποχετευτικό δίκτυο, αλλά βόθρους». «Θέλουμε να έχουμε αστυνομική φύλαξη και πυρόσβεση», υπογραμμίζει η Μαρία με τον Γιάννη να εξηγεί με θυμό ότι «για πολλά χρόνια, η Βαρυμπόμπη ήταν η καλύτερα φυλασσόμενη με πυροσβεστικά οχήματα περιοχή του λεκανοπεδίου Αττικής».
«Το χρωστάω στον πατέρα μου!»
Τον θυμό του Γιάννη διαδέχεται η συναισθηματική φόρτιση της Μαρίας, όταν την ρωτούμε για το τι σκέφτεται για την περιοχή που μεγάλωσε. Τι σκέφτεται για το σπίτι της. «Έχω συναισθηματική δέσμευση με τη Βαρυμπόμπη. Ήταν το πατρικό μου εκεί», λέει η Μαρία και κάνει μια παύση, το βλέμμα της πλανάται κάπου απροσδιόριστα μακριά από τα βλέμματα όσων καθόμαστε δίπλα της. Φέρνει τα χέρια της στο πρόσωπο, ίσα για να καλύψει με τους δείκτες των δακτύλων της, τα δάκρυα από τις εσοχές των ματιών της. Παύση. Τα δάκρυα έρχονται στα μάτια της. Παύση. Παίρνει μια βαθειά ανάσα και μας αφηγείται: «Ξέρετε το σπίτι είναι παλιό. Θα σας πω μονάχα ότι οι τίτλοι ιδιοκτησίας είναι από το 1877. Ο προ -προπάππους μου έχει αποκτήσει το οικόπεδο. Ο παππούς μου έφτιαξε ένα μικρό σπιτάκι και μετά ο πατέρας μου το μεγάλωσε λίγο. Εγώ μεγάλωσα στη Βαρυμπόμπη. Οι παιδικές μου αναμνήσεις είναι εκεί. Το σπίτι αυτό ήταν ο κόπος του πατέρα μου. Ήταν ένα μέρος που το λάτρευε». «Τους πρώτους μήνες που το έβλεπα κατεστραμμένο ήμουν σαν χαμένη. Περπάταγα και παραμίλαγα», λέει με λυγμό στην φωνή η Μαρία, όμως καταφέρνει να μαζέψει τον λυγμό της για να μας πει: «Το όνειρο μου είναι να μπορέσω να το ξαναφτιάξω το σπίτι μας! Το χρωστάω στον πατέρα μου!».
Δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Η ΑΥΓΗ”
Discussion about this post